- ἐναντιόβουλος
- ἐναντῐό-βουλος, ον,A of contrary purpose, Polem.Phgn.66, Vett.Val.61.28,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐναντιόβουλος — of contrary purpose masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντιόβουλος — η, ο (ΑΜ ἐναντιόβουλος, ον) 1. αυτός που έχει αντίθετη θέληση, αντίθετη γνώμη 2. αυτός που μεταβάλλει γνώμη, ο παλίμβουλος … Dictionary of Greek
ἐναντιόβουλοι — ἐναντιόβουλος of contrary purpose masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)